- ἀπο-σκίδναμαι
ἀπο-σκίδναμαι, poet. = ἀποσκεδάννυμαι, sich zerstreuen, Il. 23, 4; Thuc. 6, 98; Dion. Hal. 5, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σκίδναμαι, poet. = ἀποσκεδάννυμαι, sich zerstreuen, Il. 23, 4; Thuc. 6, 98; Dion. Hal. 5, 76.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκίδνημι — Α (δ. τ. τού σκεδάννυμι) 1. διασκορπίζω 2. μέσ. σκίδναμαι α) (για συγκεντρωμένο πλήθος) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ ἐπὶ ἔργα ἕκαστος», Ομ. Ιλ.) β) (για οσμή) διαχέομαι, διαδίδομαι («εὐωδία ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», Πλούτ.) γ) (για την κόρη… … Dictionary of Greek
σκινδακίσαι — και κατά τον Φώτ. σκινδαρίσαι ΜΑ «τὸ νύκτωρ ἐπαναστῆναί τινι ἀσελγῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παράγωγο ενός κύριου ονόματος Σκίνδαξ, που μαρτυρείται στην Αμφίπολη, παράλληλου τ. τού προσηγορικού κίνδαξ «ευκίνητος, γρήγορος» με αρκτικό σ (πρβλ.… … Dictionary of Greek