- ἀπο-σκίασμα
ἀπο-σκίασμα, τό, der geworfene Schatten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σκίασμα, τό, der geworfene Schatten, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επισκίαση — η 1. το να πέφτει σκιά πάνω σε κάτι, το σκίασμα. 2. μτφ., το να υπερέχει κανείς από τους άλλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)