ἀπο-σκέπω

ἀπο-σκέπω

ἀπο-σκέπω, = ἀποσκεπάζω, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκέπω — ΝΜΑ επικαλύπτω, σκεπάζω («ἔχει δὲ λιμένα δυνάμενον σκέπειν ἀπὸ παντὸς ἀνέμου τοὺς ἐνορμοῡντας», Πολ.) νεοελλ. μσν. μτφ. έχω κάποιον κάτω από τη σκέπη μου, προστατεύω, προφυλάσσω αρχ. 1. στεγάζω 2. (σχετικά με πλοίο) καθιστώ στεγανό, στεγανοποιώ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀποσκέποντα — ἀπό σκέπω pres part act neut nom/voc/acc pl ἀπό σκέπω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκεπούσης — ἀπό σκέπω pres part act fem gen sg (attic epic ionic) ἀπό σκεπάω cover pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκεπομένης — ἀπό σκέπω pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκέπουσαν — ἀπό σκέπω pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκεπάζω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σκεπῶ, άω, Α 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σκέπασμα, επικαλύπτω (α. «και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω με τα χέρια μου», Γρυπ. β. «τά μὲν δεόμενα σκέπης τοῡ ἀνθρώπου σκεπάζειν τὸν θώρακα», Ξεν.) 2. καλύπτω κάποιον με… …   Dictionary of Greek

  • πέσκος — τὸ, Α 1. φλοιός 2. δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί με αναγραμματισμό τών συμφώνων από το ρ. σκέπω. Κατ άλλη, νεώτερη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. πέκος «δέρμα, περίβλημα» με επίδραση… …   Dictionary of Greek

  • ερέφω — ἐρέφω και ἐρέπτω (Α) 1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι 3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.) 4. καλύπτω,… …   Dictionary of Greek

  • νεφοσκεπής — ές (για τον ουρανό ή για τον ορίζοντα) καλυμμένος με σύννεφα, νεφελοσκεπής, συννεφιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νέφος + σκεπής (< σκέπω), πρβλ. ουρανο σκεπής. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Στ. Ξένο] …   Dictionary of Greek

  • σκέπας — αος, τὸ, Α 1. σκέπασμα, κάλυμμα (α. «χλαίνης λιτὸν σκέπας», Παρμ. β. «ζωσάμενοι σκέπασι λινοῑς», Πορφ.) 2. σκέπη, καταφύγιο («ἐπὶ σκέπας ἦν ἀνέμοιο», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. πρόσχημα, πρόφαση. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. σκέπας είναι η αρχαιότερη τής …   Dictionary of Greek

  • σκεπός — ο, Ν 1. σκεπή 2. (για πρόσ. και κυρίως για τον Θεό) φύλακας και προστάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τις λ. σκέπω, σκεπή, αναλογικά προς άλλες ομάδες ομόρριζων λέξεων (πρβλ. βόσκω: βοσκή: βοσκός, πέμπω: πομπή: πομπός, τρέφω: τροφή:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”