ἀπο-σκέπτομαι

ἀπο-σκέπτομαι

ἀπο-σκέπτομαι, = ἀποσκοπέω, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σκέπτομαι — ΝΑ και σκέφτομαι Ν 1. κάνω σκέψεις, διανοούμαι, συλλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι (α. «θα τό σκεφθώ και θα σού απαντήσω» β. «ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην», Θουκ.) 2. (η μτχ. τού παθ. παρακμ.) εσκεμμένος, η, ο αυτός που γίνεται μετά από σκέψη,… …   Dictionary of Greek

  • ἀποσκεπτόμενον — ἀπό σκέπτομαι look pres part mp masc acc sg ἀπό σκέπτομαι look pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκεπτομένους — ἀπό σκέπτομαι look pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκεψαμένοις — ἀπό σκέπτομαι look aor part mp masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκεψάμενος — ἀπό σκέπτομαι look aor part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποσκέψει — ἀπό σκέπτομαι look fut ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ντεκάρ, Ρενέ — (Rene Descartes, Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σπούδασε έως το 1612 στο κολέγιο των ιησουιτών Λα Φλες. Από την οικογένειά του προοριζόταν για το στρατιωτικό επάγγελμα· στρατεύτηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • σκέψη — Με γενική έννοια, κάθε πνευματική ενέργεια. Από ψυχολογική άποψη, η σ. μπορεί να συνεπάγεται και ψυχικές ενέργειες πολύ διαφορετικές μεταξύ τους (π.χ. σύνθεση ενός μουσικού κομματιού, λύση ενός προβλήματος γεωμετρίας, μια ιατρική διάγνωση). Κατά… …   Dictionary of Greek

  • μαίνομαι — (AM μαίνομαι) 1. είμαι ή γίνομαι μανιώδης, κατέχομαι από μανία («χεῑρες ἄαπτοι μαίνονται», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι πολύ οργισμένος, πνέω μένεα («πατὴρ φρεσὶ μαίνεται οὐκ ἀγαθῇσι», Ομ. Ιλ.) 3. ξεσπώ ορμητικά, εκδηλώνομαι με ακατάσχετη ορμή, μανιάζω (α.… …   Dictionary of Greek

  • σκοπός — Ορεινός οικισμός (189 κάτ., υψόμ. 760 μ.), στην επαρχία Φλώρινας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (106 τ. χλμ.,189 κάτ.). * * * (I) ο, ΝΑ, και σκοπός, ἡ, Α φρουρός νεοελλ. στρ. οπλίτης που τάσσεται σε ορισμένη θέση, τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”