- ἀπο-σφρᾱγιστής
ἀπο-σφρᾱγιστής, ὁ, der Versiegler.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-σφρᾱγιστής, ὁ, der Versiegler.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφραγιστής — ο, ΝΑ [σφραγίζω] υπάλληλος που ενεργεί σφράγιση αρχ. 1. τίτλος Αιγυπτίων ιερέων που σφράγιζαν το θύμα πριν από τη θυσία 2. μάρτυρας που υπογράφει και επισφραγίζει μία διαθήκη … Dictionary of Greek