ἀπο-σφράγισμα

ἀπο-σφράγισμα

ἀπο-σφράγισμα, τό, Abdruck des Siegelringes, Plin. Ep. 10, 16. So auch wohl Ath. XIII, 585 d zu nehmen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σφράγισμα — το, ΝΑ [σφραγίζω] 1. το αποτέλεσμα τού σφραγίζω, το σήμα που αποτυπώνεται με την επίθεση σφραγίδας 2. (κατ επέκτ.) ερμητικό κλείσιμο νεοελλ. 1. η ενέργεια τού σφραγίζω, σφράγιση 2. ιατρ. α) απόφραξη οπής ή κοιλότητας τερηδονισμένου δοντιού με… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Λιδωρικίου — Η Αρχαιολογική Συλλογή Λιδορικίου στεγάζεται σε ένα οίκημα που χτίστηκε το 1912, με δωρεά του Ανδρέα Συγγρού, για να αποτελέσει το δημοτικό σχολείο της πόλης. Το κτίριο αυτό, που έχει τη μορφή των παραδοσιακών πετρόχτιστων σπιτιών της περιοχής,… …   Dictionary of Greek

  • Μπενάκειο — Το Μπενάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται σε μια οικία που χτίστηκε το 1742 και είναι από τα πιο αξιόλογα ιστορικά κτίρια της Καλαμάτας (Παπάζογλου 6). Το κτίριο δωρήθηκε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία από τον Αντώνιο Μπενάκη, ιδρυτή του ομώνυμου… …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Χανίων — Tο Aρχαιολογικό Mουσείο Xανίων στεγάζεται στο καθολικό της ενετικής Mονής του Aγίου Φραγκίσκου, το οποίο έχει υποστεί πολλές επεμβάσεις στη μακραίωνη ιστορία του. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος του Γιουσούφ Πασά …   Dictionary of Greek

  • έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… …   Dictionary of Greek

  • Φλώρινα — Πόλη (14.279 κάτ. το 2001, υψόμ. 660 μ.) της δυτικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Φλώρινας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου, στον οποίο υπάγονται 8 κοινότητες. Χτισμένη στις ανατολικές προσβάσεις του Βαρνούντα, (Περιστέρι) στην άκρη μιας… …   Dictionary of Greek

  • σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… …   Dictionary of Greek

  • χρύσωμα — το, ατος 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χρυσώνω, η χρύσωση, το μαλαμάτωμα. 2. λεπτό στρώμα από χρυσό που είναι στην επιφάνεια των επίχρυσων αντικειμένων. 3. κόσμημα από χρυσό. 4. το κατασκευασμένο από χρυσό σφράγισμα δοντιού. 5. δωροδοκία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έμφραξη — η (AM ἔμφραξις) 1. φράξιμο, στούπωμα, βούλλωμα 2. ιατρ. η απόφραξη αρτηρίας από εμβολή ή από άλλη αιτία 3. (οδοντιατρ.) η εισαγωγή σε κοιλότητα δοντιού παρασκευασμένης ουσίας κατάλληλης για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής μορφής τού δοντιού, κν …   Dictionary of Greek

  • αεροδονταλγία — η Ιατρ. οδοντόπονος που προκαλείται από τη συστολή ή τη διαστολή τού αέρα που υπάρχει κάτω από ένα σφράγισμα δοντιού, όταν η πίεση μέσα στη στοματική κοιλότητα αυξάνει ή ελαττώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < aerodontalgia, νεολατινικός επιστήμον. όρος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”