ἀπο-στυγέω

ἀπο-στυγέω

ἀπο-στυγέω (s. στυγέω), bitter hassen, verabscheuen, mit folgdm acc. c. inf., Her. 6, 129; ἀπεστύγηκα mit Präsens-Bedeutung 2, 47; ἀπεστύγησάν τινα Soph. O. C. 698; öfter Sp.; ἀποστύξασα μόχϑους Ep. ad. 116 (VI, 48); vgl. Opp. H. 4, 370; ἀπέστυγεν Nic. Alc. 406; Plut. verbindet es mit dem gen., ἀποστυγήσας τῆς ἐπιχειρήσεως, vor einer solchen That zurückbebend, sie verabscheuend, Pyrrh. 21; auch Ios.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Στύμφαλος — Πόλη της αρχαίας Αρκαδίας, που αναφέρεται από τον Όμηρο στην Ιλιάδα επειδή είχε πάρει μέρος στην εκστρατεία της Τροίας. Βρισκόταν σε στρατηγική θέση, στο δρόμο που οδηγούσε προς την Αργολίδα και Σικυωνία, και ήταν έδρα λατρείας της Ήρας. Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”