- ἀπο-στυφελίζω
ἀπο-στυφελίζω (s. στυφελίζω), mit Gewalt wegdrängen, vertreiben, αὐτὸν ἀπεστυφέλιξεν Iliad. 16, 703; νεκροῦ ἀπεστυφέλιξαν 18, 158; μόχϑων Iul. Aeg. 58 (VII, 603).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-στυφελίζω (s. στυφελίζω), mit Gewalt wegdrängen, vertreiben, αὐτὸν ἀπεστυφέλιξεν Iliad. 16, 703; νεκροῦ ἀπεστυφέλιξαν 18, 158; μόχϑων Iul. Aeg. 58 (VII, 603).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυφελίζω — Α 1. χτυπώ κάτι με δύναμη και τό τραντάζω 2. κακομεταχειρίζομαι κάποιον είτε με λόγια είτε με έργα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την πιθανότερη άποψη, το ρ. στυφελίζω και τα επίθ. στυφελός, στύφλος ανάγονται στη μηδενισμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας … Dictionary of Greek
αποστυφελίζω — ἀποστυφελίζω (Α) απομακρύνω διά της βίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + στυφελίζω «κτυπώ κάτι με δύναμη, τραντάζω»] … Dictionary of Greek
περιστυφελίζω — Α χτυπώ ολόγυρα, από ὁλες τις πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στυφελίζω «χτυπώ δυνατά, κακομεταχειρίζομαι»] … Dictionary of Greek
στύφλος — ον, και στυφλός, όν, Α τραχύς, σκληρός, στυφελός* («ἀπὸ στύφλου πέτρας», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυφελίζω] … Dictionary of Greek