ἀπο-πλάνησις

ἀπο-πλάνησις

ἀπο-πλάνησις, , das Abirren, Abschweifen, Plat. Polit. 263 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλάνησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [πλανώμαι] μτφ. αποπλάνηση, εξαπάτηση αρχ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλανώ, η απομάκρυνση από την ευθεία, την ορθή οδό, περιπλάνηση 2. (κατ επέκτ.) διασπορά, διασκόρπιση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”