ἀπο-πλάζω

ἀπο-πλάζω

ἀπο-πλάζω (s. πλάζω), abirren machen, abbringen, Hom. öfters, aber nur im aor. pass., wenn man nicht Od. 1. 75 πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης hierherziehen will; τῆς ἀοιδῆς Ap. Rh. 1, 1220. – Pass., weggetrieben werden, abirren, ὅππῃ ἀπεπλάγχϑης Od. 8, 573; ἀποπλαγχϑεῖσα χαμαὶ πέσε Iliad. 13, 578; Τροίηϑεν ἀποπλαγχϑέντες Od. 9, 259; πολλὸν ἀπεπλάγχϑης πατρίδος ἠδὲ τοκήων Od. 15, 382; νήσου αποπλαγχϑέντας 12, 285; τῆλε δ' ἀπεπλάγχϑη σάκεος δόρυ Iliad. 22, 291; ἀπὸ ϑώρηκος πολλὸν ἀποπλαγχϑείς 13, 592; ἀποπλαγχϑέντες ἑταίρων Theocr. 22, 35; sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πλάζω — (I) Α (ποιητ. τ.) 1. κάνω κάποιον να περιπλανάται, τόν εκτρέπω από τον δρόμο του και από τον σκοπό του, παραστρατίζω (α. «ἀλλά με δαίμων πλάγξ ἀπὸ Σικανίης δεῡρ ἐλθέμεν», Ομ. Οδ. β. «Σκύρου μὲν ἅμαρτεν, ἵκοντο εἰς Ἐφύραν πλαγχθέν τες», Πίνδ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …   Dictionary of Greek

  • μεταπλαζόμενον — μετά , ἀπό λάζομαι seize pres part mp masc acc sg μετά , ἀπό λάζομαι seize pres part mp neut nom/voc/acc sg μετά , ἀπό λάζω pres part mp masc acc sg μετά , ἀπό λάζω pres part mp neut nom/voc/acc sg μετά πλάζω turn aside pres part mp masc acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… …   Dictionary of Greek

  • πλάγγος — ὁ, Α είδος αετού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. πλαγγ τού ρ. πλάζω / πλάζομαι «περιπλανιέμαι» (βλ. λ. πλάζω), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»] …   Dictionary of Greek

  • πολύπλαγκτος — ον, Α 1. αυτός που πλανιέται παντού, που τόν φέρνουν οι περιστάσεις σε πολλά μέρη, από δω κι από κει, πολυπλάνητος (α. «ληιστῆρσι πολυπλάγκτοισι», Ομ. Οδ. β. «πολύπλαγκτον ἀθλίαν oἰστροδόνητον», Αισχύλ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή κίνηση 3 …   Dictionary of Greek

  • παραπλάζω — Α 1. εκτρέπω κάποιον από την ευθεία οδό, παραπλανώ 2. παρασύρω ναύτες από την πορεία τους 3. μτφ. περιπλέκω, συγχέω («παρέπλαγξεν δὲ νόημα», Ομ. Οδ.) 4. παρεκτρέπομαι («κραδίη παραπλάζουσα μέμηνε», Νίκ.) 5. παθ. πλανώμαι, πέφτω σε σφάλμα. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • αποπλάζω — ἀποπλάζω (Α) [πλάζω] Ι. αποπλανώ, εκτρέπω II. ( ομαι) 1. απομακρύνομαι, περιπλανιέμαι μακριά από κάπου 2. (για πράγματα) εκτινάσσομαι …   Dictionary of Greek

  • νυκτίπλαγκτος — νυκτίπλαγκτος, ον (Α) 1. αυτός που προξενεί νυχτερινές διαταραχές και ανησυχίες, αυτός που κάνει κάποιον να σηκωθεί από τον ύπνο 2. (για ύπνο) ανήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανώμαι»), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • πλαγκτόν — το, Ν βιολ. το σύνολο τών υδρόβιων οργανισμών, τόσο τής θάλασσας όσο και τών γλυκών νερών, οι οποίοι επειδή δεν μετακινούνται ενεργητικά ή είναι πολύ μικροί ή πολύ αδύναμοι για να κολυμπήσουν ενάντια στο ρεύμα, απλώς επιπλέουν και παρασύρονται… …   Dictionary of Greek

  • πλαγκτός — ή, ό / πλαγκτός, ή, όν, ΝΑ, πλακτός, ή, όν, θηλ. και ός Α νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πλαγκτόν βιολ. βλ. πλαγκτόν αρχ. 1. (κυρίως για πλοία) αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, περιπλανώμενος 2. ο άστατος («πλαγκτὰ δ ὡσεί τις νεφέλα πνευμάτων ὑπὸ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”