- ἀπο-πληξία
ἀπο-πληξία, ἡ, Schlagfluß, Lähmung des Körpers od. einzelner Glieder, Medic.; VLL. erkl. auch μανία, ἄνοια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πληξία, ἡ, Schlagfluß, Lähmung des Körpers od. einzelner Glieder, Medic.; VLL. erkl. auch μανία, ἄνοια.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμοπληξία — Παθολογική κατάσταση που εμφανίζεται όταν, εξαιτίας της υψηλής θερμοκρασίας του περιβάλλοντος ή της μεγάλης παραγωγής ενδογενούς θερμότητας (έντονη σωματική εργασία), η φυσική θερμορρύθμιση γίνεται ανεπαρκής εξαιτίας ακατάλληλων ενδυμάτων,… … Dictionary of Greek
καταπληξία — Μορφή κυκλοφορικής ανεπάρκειας, η οποία χαρακτηρίζεται από τη γρήγορη εμφάνιση πνευματικής νάρκης, γενικής αδυναμίας, ψυχρότητας των άκρων, υγρότητας του δέρματος, συχνού και μικρού σφυγμού και πτώσης της αρτηριακής πίεσης. Προκύπτει ως… … Dictionary of Greek
κρυοπληξία — Παθολογική κατάσταση, κατά την οποία η εσωτερική θερμοκρασία του οργανισμού κατεβαίνει κάτω από τους 34°C. Τα περισσότερα ζώα ανέχονται εσωτερική θερμοκρασία 18 20°C· τα μαστοφόρα έχουν ένα όριο ανοχής που φτάνει μέχρι τους 20 22°C. Στον άνθρωπο… … Dictionary of Greek
παγετοπληξία — η (φυτοπαθολ.) οι ζημιές που υφίστανται τα φυτά από τον παγετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παγετός + πληξία (< πλήττω), απόδοση τού αγγλ. frost injury] … Dictionary of Greek
υδροπληξία — η, Ν ιατρ. καρδιοαναπνευστική ανακοπή που προκαλείται από την απότομη βύθιση ενός κολυμβητή σε παγωμένο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + πληξία (< πληκτος < πλήττω), νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hydrocution] … Dictionary of Greek