- ἀπο-πολεμέω
ἀπο-πολεμέω, von etwas herabkämpfen, Plat. Phaedr. 260 b τοῦ ὄνου.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πολεμέω, von etwas herabkämpfen, Plat. Phaedr. 260 b τοῦ ὄνου.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καταπολεμώ — καταπολεμάω / καταπολεμώ (παρατατ. ούσα), καταπολέμησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: καταπολεμώ, καταπολεμώμαι : παρά το γεγονός ότι προέρχεται από το αρχαίο ρ. πολεμέω, πολεμούμαι, έχει επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική η κλίση σε ώμαι (βλ. π.χ.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταπολεμώμαι — καταπολεμώμαι, καταπολεμήθηκα βλ. πίν. 61 και πρβλ. καταπολεμιέμαι Σημειώσεις: καταπολεμώ, καταπολεμώμαι : παρά το γεγονός ότι προέρχεται από το αρχαίο ρ. πολεμέω, πολεμούμαι, έχει επικρατήσει στην κοινή νεοελληνική η κλίση σε ώμαι (βλ. π.χ.… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής