- ἀπο-πυτίζω
ἀπο-πυτίζω, ausspeien, Arist. H. A. 4, 3; hervorsprudeln, vom Wein, καλῶς Ar. Lys. 205, nach dem Schol. ein Opferausdruck.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πυτίζω, ausspeien, Arist. H. A. 4, 3; hervorsprudeln, vom Wein, καλῶς Ar. Lys. 205, nach dem Schol. ein Opferausdruck.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πυτίζω — Α φτύνω συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραδίδεται μόνο από το Μέγα Ετυμολογικόν και έχει σχηματιστεί πιθ. με ανομοίωση < αμάρτυρο τ. *πτυτίζω < πτύω] … Dictionary of Greek
ἀπεπύτιζε — ἀπό πυτίζω spit frequently imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπυτίζω — (Α) εξακοντίζω υγρό προς τα κάτω από δοχείο ή από σκεύος με στενό άνοιγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πυτίζω* «φτύνω συχνά»] … Dictionary of Greek