- ἀπο-πυρίζω
ἀπο-πυρίζω, auf Kohlen rösten, backen, Epicharm. bei Ath. VII, 277 f. Nach Hesych. ἀπὸ πυρὸς ἐσϑίω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πυρίζω, auf Kohlen rösten, backen, Epicharm. bei Ath. VII, 277 f. Nach Hesych. ἀπὸ πυρὸς ἐσϑίω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωπυρίς — ζωπυρίς, ἡ (Α) αυτή που ζωοποιεί, που αναζωογονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + πυρίς (< πυρίζω < πυρ), πρβλ. απο πυρίς < απο πυρίζω] … Dictionary of Greek
πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… … Dictionary of Greek