- ἀπο-πτερύσσομαι
ἀπο-πτερύσσομαι, wegflattern, Hesych.; Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πτερύσσομαι, wegflattern, Hesych.; Eustath.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερύσσομαι — ΜΑ [πτέρυξ, υγος] (για συναισθήματα, κυρίως χαράς) φτερουγίζω, πετώ από χαρά αρχ. 1. κινώ με ταχύτητα τα φτερά μου, φτεροκοπώ 2. τεντώνω τα φτερά μου για να πετάξω … Dictionary of Greek
ἀπεπτερύξατο — ἀπό πτερύσσομαι flutter aor ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποπτερύσσεται — ἀπό πτερύσσομαι flutter pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)