ἀπο-πτύω

ἀπο-πτύω

ἀπο-πτύω (s. πτύω), ausspeien, ὄνϑον Il. 23, 781; ἁλὸς ἄχνην 4, 426, die Woge wirst Schaum aus; σίαλον ἐκ τοῠ στόματος Xen. Mem. 1, 2, 54 u. Sp. Von Pferden, die den Zügel nicht vertragen, s. Jacobs zu Philostr. p. 280. Gew. übertr., verschmähen, verabscheuen, Hes. O. 724; Aesch. Eum. 293; bes. im aor. ἀπέπτυσα, Prom. 1072 Ag. 953 u. öfter; λόγους Soph. frg. 616; vgl. Ar. Pax 520; absolut, Eur. Hec. 1265, ἀπέπτυσα, Schol. καταφρονῶ; öfter in Anth.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευαπόπτυστος — εὐαπόπτυστος, ον (Α) αυτός που εύκολα περιφρονείται ή αποδοκιμάζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + απο πτύω] …   Dictionary of Greek

  • φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… …   Dictionary of Greek

  • Ν, ν — (αρχαία ελληνικά νύ και νώ). Το δέκατο τρίτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό  που παρίστανε τον φθόγγο nun (=ιχθύς). Σε όλα τα γνωστά αλφάβητα το σχήμα του ν βρισκόταν πάντα σε στενή σχέση με το σχήμα του μ. Στα… …   Dictionary of Greek

  • κόλπος — I (Ανατ.). Όρος που αναφέρεται στις παρακάτω ανατομικές δομές: 1. Κ. ή κολεύς. Μυομεμβρανώδης σωληνώδης δομή που εκτείνεται από το αιδοίο στον τράχηλο της μήτρας. Ο κ. έχει κυλινδρικό σχήμα και λίγο πλατυσμένο από μπροστά προς τα πίσω. Το μήκος… …   Dictionary of Greek

  • αιμόπτυση — Η αποβολή από το στόμα αίματος που προέρχεται από το βρογχικό δένδρο και τους πνεύμονες. Παρότι συχνά αποτελεί εκδήλωση φυματικής πνευμονικής βλάβης, μπορεί να εμφανίζεται συχνά σε ορισμένες καρδιοπάθειες, σε βρογχεκτασίες, σε πνευμονικό έμφραγμα …   Dictionary of Greek

  • PYTISMA — apud Iuvenalem, Sat. 11. v. 173. Qui Lacedaemonium pytismate lubricat orbem: male pitysma nonnullis legitur et a πιτύζειν Graeco verbo deducitur; cum πιτύζειν Graecum non sit, nec uspiam apud Auctores legatur, sed πυτίζειν et πύτισμα: atque adeo… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αποπτύω — ἀποπτύω (AM) [πτύω] 1. αρνούμαι να δεχθώ κάτι, απορρίπτω, 2. (για άλογα) δεν ανέχομαι χαλινάρι αρχ. 1. αποβάλλω κάτι από το στόμα, φτύνω 2. σιχαίνομαι, περιφρονώ …   Dictionary of Greek

  • κλεφτός — και κλεπτός ή, ό 1. αυτός που προέρχεται από κλοπή, κλοπιμαίος 2. αυτός που γίνεται κρυφά και βιαστικά 3. το θηλ. ως ουσ. η κλεφτή γυναίκα που κλέφτηκε («τη γυναίκα του τήν έχει κλεφτή»). επίρρ... κλεφτά (Μ κλεφτῶς) 1. με τον τρόπο τού κλέφτη,… …   Dictionary of Greek

  • περιπτύω — Α φτύνω κάποιον ή κάτι από παντού, τόν σιχαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πτύω «φτύνω»] …   Dictionary of Greek

  • πτύο — το / πτύον, ΝΜΑ, και αττ. τ. πτέον Α νεοελλ. το φτυάρι μσν. αρχ. γεωργικό εργαλείο για το λίχνισμα τών σιτηρών στο αλώνι (α. «οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῡ καὶ διακαθαριεῑ τὴν ἅλωνα αὐτοῡ», ΚΔ β. «ἇς ἐπὶ σωρῶ αὖτις ἐγὼ πάξαιμι μέγα πτύον»,… …   Dictionary of Greek

  • πυτίζω — Α φτύνω συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παραδίδεται μόνο από το Μέγα Ετυμολογικόν και έχει σχηματιστεί πιθ. με ανομοίωση < αμάρτυρο τ. *πτυτίζω < πτύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”