- ἀπο-πρεσβεύω
ἀπο-πρεσβεύω, einen Gesandtschaftsbericht abstatten, παρά τινος Plat. Legg. XII, 941 a; Pol. 7, 2, 5; Plut. rep. ger. pr. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπο-πρεσβεύω, einen Gesandtschaftsbericht abstatten, παρά τινος Plat. Legg. XII, 941 a; Pol. 7, 2, 5; Plut. rep. ger. pr. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρεσβεύω — ΝΜΑ, και κρητ. τ. πρειγεύω Α [πρέσβυς] 1. είμαι πρεσβευτής, εκτελώ καθήκοντα πρεσβευτή 2. έχω ορισμένη αντίληψη, ομολογώ, φρονώ, πιστεύω, παραδέχομαι 3. εκκλ. μεσιτεύω, μεσολαβώ («Παναγία Θεοτόκος πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν», Όρθρ.) αρχ. 1. είμαι… … Dictionary of Greek
ἀπεπρέσβευσαν — ἀπό πρεσβεύω to be the elder aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδάσκω — και διδάχνω (AM διδάσκω, Μ και διδάχνω) 1. μαθαίνω σε κάποιον κάτι, μεταδίδω γνώσεις («εδίδασκε τα ελληνικά γράμματα», «τὸν διδάσκει τοὺς δεσμοὺς ἐκεῑνος τῆς ἀγάπης», «σε... ἱπποσύνας ἐδίδαξαν», «μέ δίδαξε η ζωή», «πολλὰ διδάσκει μ ὁ πολὺς… … Dictionary of Greek
πρέσβευση — η / πρέσβευσις, εύσεως, ΝΑ [πρεσβεύω] αποστολή πρεσβευτή, πρεσβεία νεοελλ. φρ. «δίκαιο πρεσβεύσεως» διεθν. δίκ. δίκαιο που διαμορφώθηκε με την πάροδο τού χρόνου και σύμφωνα με το οποίο κάθε πολιτεία δικαιούται να αποστέλλει διπλωματικούς… … Dictionary of Greek