ἀπο-πρό

ἀπο-πρό

ἀπο-πρό, fernab, weitweg, Il. 16, 669 πολλὸν ἀποπρὸ φέρων; 7, 334 κατακήομεν αὐτοὺς τυτϑὸν ἀποπρὸ νεῶν; vgl. Scholl. Herodian. zu beiden Stellen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προ — ΝΜΑ (κυρίως ως πρόθεση) Ι. (ως τοπ.) (συν. με γεν.) 1. (με ρ. που σημαίνουν στάση και, στην αρχ., και με ρ. που σημαίνουν κίνηση) εμπρός, μπροστά από (α. «στέκεται προ τής εισόδου» β. «κείνους κιχησόμεθα πρὸ πυλάων», Ομ.Ιλ, γ. «πρὸ δ ἄρ αὐτῶν… …   Dictionary of Greek

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …   Dictionary of Greek

  • προ(ρ)ρομαντισμός — ο, Ν τα διάφορα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά ρεύματα που εμφανίστηκαν από τα μέσα τού 18ου αιώνα στην Ευρώπη και τα οποία θεωρούνται ως προδρομικά τού ρομαντισμού …   Dictionary of Greek

  • ἀποπρολιποῦσα — ἀπό , πρό λιπάω to be sleek pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) ἀπό προλείπω forsake aor part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπροθορών — ἀπό , πρό θρῴσκω leap aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποπροηγμένα — ἀπό , πρό ἔσσομαι sum. perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀποπροηγμένᾱ , ἀπό , πρό ἔσσομαι sum. perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀποπροηγμένᾱ , ἀπό , πρό ἔσσομαι sum. perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) ἀποπροηγμένα , ἀπό προάγω lead for …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσθεν — και δωρ. και αιολ. τ. πρόσθα και δωρ. τ. πρόθεν, πρόθθα και πρόστα Α Α (ως πρόθ. με γενική) Ι. τοπ. 1. μπροστά από κάποιον ή από κάτι (α. «νῆσος... πρόσθε Σαλαμῑνος τόπων», Αισχύλ.) β. «στῆ δὲ πρόσθ αὐτοῑο», Ομ. Ιλ.) 2. για κάποιον ή για κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • ἀποπροήχθη — ἀπό , πρό ἀχθέω load imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀποπροήχθη , ἀπό , πρό ἔσσομαι sum. aor ind mp 3rd sg ἀποπροήχθη , ἀπό , πρό ἐχθέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀποπροήχθη , ἀπό προάγω lead forward aor ind pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προνώπιος — ία, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται έξω από τα ενώπια*, μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού, έξω από το σπίτι 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προνώπια ο χώρος μπροστά από την είσοδο τού σπιτιού, τα πρόθυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. προνώπιος διαφέρει… …   Dictionary of Greek

  • ἀποπροηγμένον — ἀπό , πρό ἔσσομαι sum. perf part mp masc acc sg ἀποπροηγμένον , ἀπό , πρό ἔσσομαι sum. perf part mp neut nom/voc/acc sg ἀποπροηγμένον , ἀπό προάγω lead forward perf part mp masc acc sg ἀποπροηγμένον , ἀπό προάγω lead forward perf part mp neut no …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”