- παρ-άρτῡσις
παρ-άρτῡσις, ἡ, das Würzen, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-άρτῡσις, ἡ, das Würzen, Philo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρτύω — (Α ἀρτύω και ἀρτύνω) (νεοελλ. και αρτύζω και αρταίνω και αρτεύω) καρυκεύω το φαγητό νεοελλ. δίνω σε κάποιον που νηστεύει φαγητό που δεν είναι νηστήσιμο αρχ. 1. ετοιμάζω, τακτοποιώ 2. σχεδιάζω κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα ή πανουργία 3. κληροδοτώ … Dictionary of Greek