- παρ-άρτημα
παρ-άρτημα, τό, das daran. an der Seite Hangende, Luc. Philops. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρ-άρτημα, τό, das daran. an der Seite Hangende, Luc. Philops. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή … Dictionary of Greek