- ὀπισθό-κεντρος
ὀπισθό-κεντρος, mit einem Stachel oder einer Spitze hinten, Arist. H. A. 1, 5. 4, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπισθό-κεντρος, mit einem Stachel oder einer Spitze hinten, Arist. H. A. 1, 5. 4, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύκεντρος — εὔκεντρος, ον (Α) αυτός που έχει καλό κέντρον, αιχμηρός, οξύς, σουβλερός («εὔκεντρον βέλος», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεντρος (< κέντρον), πρβλ. μακρό κεντρος, οπισθό κεντρος] … Dictionary of Greek