- ὀπισθό-καρπος
ὀπισθό-καρπος, die Frucht hinter dem Blatte tragend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπισθό-καρπος, die Frucht hinter dem Blatte tragend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσοκάρπιος — α, ο, θηλ. και ος και μεσοκαρπικός, ή, ό (Α μεσοκάρπιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το μεσοκάρπιο(ν) το μέσο τού καρπού τού χεριού νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. βοτ. το μεσαίο στρώμα τού περικαρπίου τών αγγειόσπερμων φυτών που βρίσκεται μεταξύ εξωκαρπίου… … Dictionary of Greek