- ἀ-παρ-όρμητος
ἀ-παρ-όρμητος, nicht aufzuregen, träge, Theages bei Stob. flor. 1, 69.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀ-παρ-όρμητος, nicht aufzuregen, träge, Theages bei Stob. flor. 1, 69.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπαρόρμητος — εὐπαρόρμητος, ον (Α) αυτός που οργίζεται, που ερεθίζεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ ορμώ (πρβλ. α παρ όρμητος)] … Dictionary of Greek