ἀπ-αρχή

ἀπ-αρχή

ἀπ-αρχή, (vgl. Buttm. Lexil. I p. 100), das Darbringen u. Opfern der Erstlinge, ἀπαρχὰς ϑύειν Ar. Ran. 1239; ϑεοῖς ἀπαρχὰς παρέχειν Xen. Oec. 5, 10; Erstlingsgabe, τῶν πατρίων χρημάτων Her. 1, 92; τῶν ὡραίων Thuc. 3, 58; als Tribut, 6, 20; ἀπαρχὴν τῶν ἐκ τῆς γῆς ἀποτελοῦσιν Plat. Legg. VII, 806 d; λείας Soph. Tr. 758; σκυλευμάτων Eur. Phoen. 864; öfter im plur., ἀπαρχὰς σίτου ἀποπέμπειν Isocr. 4, 31; übertr., ἀπαρχὴν τῆς σοφίας ἀνέϑεσαν τῷ Ἀπόλλωνι Plat. Prot. 343 a; προσφϑεγμάτων ἀπ. Eur. Ion. 402; Sp.; ἀπ. ἀπὸ φιλοσοφίας Plut.; vgl. Her. 4, 88. – Beim Opfer sind ἀπαρχαί die Stirnhaare u. die äußersten Gliedmaßen, welche zuerst abgeschnitten u. verbrannt wurden. – Uebh. Anfang, γένους; aber ἀπαρχαὶ λόγων Proben aus Reden, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἁρχή — ἀρχή , ἀρχή beginning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρχή —         (arche) (греч.) начало.         см. Архе. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • ἀρχῇ — ἀρχή beginning fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρχή — beginning fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρχή — η 1. έναρξη, αφετηρία τοπική ή χρονική: Βρίσκεται στην αρχή της σταδιοδρομίας του. – Είμαστε στην αρχή του δρόμου. 2. η πρώτη αιτία, αφορμή: Αυτή ήταν η αρχή του κακού. 3. θεμελιακός ηθικός κανόνας: Αυτό είναι αντίθετο με τις αρχές μου. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αρχή — Όρος που χρησιμοποιείται στη φιλοσοφία για να υποδείξει την πρωταρχική πραγματικότητα, από την οποία απορρέουν όλα τα πράγματα, είτε με τη χρονική έννοια (αφετηρία απ’ όπου ξεκίνησαν όλα τα πράγματα ως προς την ύπαρξή τους) είτε με τη μεταφυσική… …   Dictionary of Greek

  • Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα — Ιδρύθηκε το 1997 ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή με δικό της προϋπολογισμό και γραμματεία. Αποστολή της είναι η εποπτεία της εφαρμογής του νομικού πλαισίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Πρόεδρός της είναι ανώτατος δικαστικός …   Dictionary of Greek

  • Αρχή της σχετικότητας του Γαλιλαίου — Στο Διάλογο των μέγιστων συστημάτων ο Γαλιλαίος εκθέτει έτσι την αρχή αυτή: «Κλειστείτε με κάποιο φίλο σας στο μεγαλύτερο θάλαμο που υπάρχει κάτω από το κατάστρωμα ενός μεγάλου πλοίου και κατόπιν πάρετε μύγες, πεταλούδες και άλλα όμοια ιπτάμενα… …   Dictionary of Greek

  • κοσμολογική αρχή — Αρχή σύμφωνα με την οποία όλες οι θέσεις μέσα στο σύμπαν είναι ισοδύναμες. Η αρχή αυτή αποτελεί τη βάση της σύγχρονης κοσμολογίας και αποτελεί ακραία έκφραση της άποψης του Κοπέρνικου ότι η Γη δεν βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος. Αν αγνοηθούν… …   Dictionary of Greek

  • ακροφωνίας, αρχή της- — Αρχή, στην οποία στηρίχτηκε η μετατροπή της ιδεογραφικής και συλλαβικής γραφής σε αλφαβητική. Βλ. λ. γραφή …   Dictionary of Greek

  • αντιστοιχίας, αρχή — Αρχή σύμφωνα με την οποία οι νόμοι της κβαντομηχανικής που ισχύουν για μικροσκοπικά συστήματα μπορούν να δώσουν τα ίδια αποτελέσματα όταν δοκιμαστούν σε συστήματα μεγάλων διαστάσεων, όπως ακριβώς οι νόμοι της κλασικής μηχανικής περιγράφουν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”