ἀπ-αρτία

ἀπ-αρτία

ἀπ-αρτία, , 1) nach VLL. ἀποσκευή u. ἔπιπλα (vielleicht dann ἀπάρτια zu schreiben), Hausrath, bes. (von ἀπαίρω?) das Reisegepäck, LXX; Poll. erkl. es τὰ κοῦφα σκεύη, als ion. W. – 2) öffentliche Versteigerung, zur Zeit des Poll. der übliche Ausdruck, vgl. 10, 18. 19, aus Hippon.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀρτία — ἀρτίᾱ , ἄρτιος complete fem nom/voc/acc dual ἀρτίᾱ , ἄρτιος complete fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίᾳ — ἀρτίᾱͅ , ἄρτιος complete fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρτια συνάρτηση — Μία συνάρτηση f(x) | Β, όπου το πεδίο ορισμού Β είναι ένα σύνολο σημείων της ευθείας των πραγματικών αριθμών συμμετρικό ως προς το Ο (δηλαδή για κάθε xB έπεται xΒ), ονομάζεται ά.σ. στο Β τότε και μόνο τότε, αν ισχύει: f(x) = f( x) για κάθε xB …   Dictionary of Greek

  • ἄρτια — ἄρτιος complete neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίας — ἀρτίᾱς , ἄρτιος complete fem acc pl ἀρτίᾱς , ἄρτιος complete fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιάσαι — ἀρτιά̱σᾱͅ , ἀρτιάζω play at odd and even fut part act fem dat sg (doric) ἀρτιάζω play at odd and even aor inf act ἀρτιάσαῑ , ἀρτιάζω play at odd and even aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίαι — ἀρτίᾱͅ , ἄρτιος complete fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτίαν — ἀρτίᾱν , ἄρτιος complete fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνάρτηση — Έστω A, B σύνολα, διαφορετικά από το κενό. Ας είναι ακόμα σ μια σχέση από το Α στο Β, σ: A > Β. Αν η σχέση αυτή είναι μονοσήμαντη, τότε (και μόνο) λέμε ότι είναι μια συνάρτηση από το Α στο Β. Το σύνολο των x από το Α, που είναι τέτοια, ώστε να …   Dictionary of Greek

  • υγιής — ές / ὑγιής, ές, ΝΜΑ, και ὑγειής, ές, Α 1. αυτός που έχει άρτια, φυσιολογική σωματική και ψυχική κατάσταση, που βρίσκεται σε πλήρη σωματική και ψυχική ευεξία, γερός 2. μτφ. α) (για λόγους, σκέψεις, ενέργειες) φρόνιμος, σωστός (α. «εμφορείται από… …   Dictionary of Greek

  • αρμονική ανάλυση — Η παράσταση περιοδικών συναρτήσεων με πεπερασμένα ή άπειρα αθροίσματα κυκλικών συναρτήσεων. Ας θεωρήσουμε μια συνάρτηση f(x) ορισμένη στο διάστημα ( ∞, + ∞). Η συνάρτηση αυτή θα λέγεται περιοδική με περίοδο 2ρ (ρ αριθμός πραγματικός) τότε και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”