ἀπ-αρτίως

ἀπ-αρτίως

ἀπ-αρτίως, = ἀπαρτί, Hippocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἀρτίως — ἄρτιος complete adverbial ἄρτιος complete masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AMPULLACIA — teste Neophytô. Halimum vocatum Romanis, forte quod ampullae vitreae ex ea fierent, vel quod ampullae fractae eâ solidarentur et maltharentur. Ex herbae enim huius exustae cineribus sit solda, vitro conflando idonea, uti discimus ex veteri… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CYPRIANUS — I. CYPRIANUS Carthaginensis, post Donatum, vel secundum alios, Agrippinum, A. C. 250. Illustri locô natus, ante sui conversionem Rhetoricam docuit, a Caelio amico ad fidem perductus. Sub Decio, gregts admirabili zelô defensor, etiam postquam se… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • VITRAGO — nomen herbae, quae helxine alias, teste Oribasiô: quod vitro herbae similis sit, vel simili virtute praedita. Sunt tamen qui Vitrariam vocent, ut Apuleius et Vitreolam, quia apta sit, vitreis vasis abstergendis. Quam ob causam et Urceolaris dicta …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άρτιος — α, ο (AM ἄρτιος, ία, ιον) [άρτι] 1. τέλειος, ακέραιος, πλήρης 2. ζυγός (αριθμός) αρχ. |.1. καλά προσαρμοσμένος 2. μτφ. κατάλληλος 3. πρόθυμος έτοιμος 4. υγιής στον νου και στο σώμα, ακμαίος 5. ακριβής, σαφής II. επίρρ. ἀρτίως «άρτι», πρόσφατα,… …   Dictionary of Greek

  • ευπετής — εὐπετής, ές (ΑΜ) 1. (ιδίως για κύβους) αυτός που πέφτει καλά, ευνοϊκά 2. μτφ. (για γεγονότα) ευνοϊκός, ευτυχής 3. (για τον ρυθμό τού λόγου) εύστροφος, ευφραδής 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπετές η ευστροφία τού λόγου 5. εύκολος, ευκολοκατόρθωτος,… …   Dictionary of Greek

  • κήρυκας — ο (ΑΜ κήρυξ και κήρυξ, υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ) 1. αυτός που κηρύσσει κάτι μεγαλοφώνως στο πλήθος, διαλαλητής, ντελάλης («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο… …   Dictionary of Greek

  • μπιζέλι — Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ.… …   Dictionary of Greek

  • νεοσφαγής — νεοσφαγής, ές (Α) (ποιητ. τ.) 1. αυτός που σφάχθηκε πρόσφατα («τέθνηκεν ἀρτίως νεοσφαγής», Σοφ.) 2. (για αίμα) αυτό που χύθηκε πρόσφατα 3. (κατ επέκτ.) αυτός που συνέβη πρόσφατα («νεοσφαγῆ τοῡτόν γε... φόνον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * +… …   Dictionary of Greek

  • προσαρτίως — Α [ἀρτίως] επίρρ. προ ολίγου …   Dictionary of Greek

  • ԱՐԴ — I. ( ) NBH 1 0345 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c մ. ԱՐԴ կամ ԱՐԴ ԵՒՍ. (որ եւ յն. ա՛րդի.) ἅρτι, ἁρτίως, προσαρτίως , νῦν, νυνί, τανίν modo, nunc, nuper Այժմ. յարդի ժամանակի կամ ժամու. ʼի մօտոյ. նորոգ. հիմաշ հիմաճուկ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”