- ἀπό-λεκτος
ἀπό-λεκτος, auserlesen, vorzüglich, πανδημεί entgeggstzt, Thue. 6, 68 u. Folgde, z. B. Xen. An. 2, 3, 15; Pol. 6, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-λεκτος, auserlesen, vorzüglich, πανδημεί entgeggstzt, Thue. 6, 68 u. Folgde, z. B. Xen. An. 2, 3, 15; Pol. 6, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεόλεκτος — θεόλεκτος, ον (Μ) 1. αυτός που ειπώθηκε από τον θεό 2. ο διαλεγμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + λεκτος (< λέγω), πρβλ. μυριό λεκτος, νεό λεκτος] … Dictionary of Greek
διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
ισόλεκτος — ἰσόλεκτος, ον (Μ) (για στίχους) αυτός που αποτελείται από ίσες, δηλ. ισοσύλλαθες λέξεις, ή, κατ άλλη ερμηνεία, που έχει συντεθεί αντιθετικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + λεκτος (< λέγω), πρβλ. καινό λεκτος, κοινό λεκτος] … Dictionary of Greek
κοινωνιόλεκτο — το, και κοινωνιόλεκτος, η όρος που δηλώνει το γλωσσικό ιδίωμα που χρησιμοποιείται από μια κοινωνική ομάδα, ο κοινός γλωσσικός μέσος όρος μιας γλωσσικής κοινότητας, αλλ. κοινωνική διάλεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ.… … Dictionary of Greek
κυριόλεκτος — κυριόλεκτος, ον (AM) αυτός που λέγεται ή γράφεται ή εννοείται με την κύρια σημασία, κυριολεκτικός αρχ. αυτός που πήρε το όνομά του από τον Κύριο. επίρρ... κυριολέκτως (Α) με κυριολεξία, κυριολεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριος + λεκτος (< λέγω),… … Dictionary of Greek
χριστόλεκτος — ον, Μ εκκλ. 1. αυτός που έχει λεχθεί από τον Χριστό 2. αυτός που εκλέχθηκε από τον Χριστό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + λεκτός (< λέγω), πρβλ. καινό λεκτος] … Dictionary of Greek
λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… … Dictionary of Greek
ετερόλεκτος — ἑτερόλεκτος, ον (Μ) αυτός που έχει ειπωθεί από άλλον. επίρρ... ἑτερολέκτως με άλλα λόγια, διαφορετικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + λεκτός (< λέγω), πρβλ. ιδιό λεκτος] … Dictionary of Greek
μονολεκτικός — και μονολεχτικός, ή, ό αυτός που αποτελείται από μια λέξη ή εκφράζεται με μία λέξη, σε αντιδιαστολή προς τον περιφραστικό («μονολεκτική απάντηση»). επίρρ... μονολεκτικώς και μονολεχτικώς και ά με μία λέξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + λεκτικός (<… … Dictionary of Greek
λεκτικός — ή, ό (AM λεκτικός, ή, όν) [λεκτός] 1. αυτός πού ανήκει ή αναφέρεται στην έκφραση διά τού λόγου (α. «τοῑς μὲν γὰρ λεκτικοῑς τῶν λόγων ἁπλῶς καὶ ὁμοίως οἷς ἂν ἐκ τοῡ παραχρῆμά τις εἴποι πρέπει γεγράφθαι», Δημοσθ. β. «ὁ λεκτικὸς τρόπος» η δυνατότητα … Dictionary of Greek