ἀπό-θετος

ἀπό-θετος

ἀπό-θετος, weg-, bei Seite gesetzt, aufbewahrt, χρήματα Plut. Caes. 35; geheim, ἔπη Plat. Phaedr. 252 b; ἀραί Plut. Caes. 16; werthvoll, φίλος Lys. 8, 17; δωρεά Dem. 59, 93; als unbrauchbar verworfen, καὶ ἀκλεής Plut. Sept. Sap. conv. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • πεντάθετος — ον, Α 1. αυτός που έχει συντεθεί από πέντε συστατικά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πεντάθετον φαρμακευτικό παρασκεύασμα το οποίο αποτελείται από πέντε συστατικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + θετος (< θετός < τίθημι), πρβλ. τρί θετος] …   Dictionary of Greek

  • Κούβα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κούβας Έκταση: 110.860 τ. χλμ. Πληθυσμός: 11.243.400 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Αβάνα (2.181.500 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, μεταξύ του κόλπου του Μεξικού και της… …   Dictionary of Greek

  • Μωάμεθ — (αραβ. Μουχάματ, Μέκκα περ. 570 – Μεδίνα 632). Προφήτης και ιδρυτής του Ισλαμισμού. Για τη ζωή του Μ. η μόνη ασφαλής πηγή είναι το Κοράνιο, το οποίο όμως περιέχει ελάχιστο βιογραφικό υλικό. Ακολουθεί η Σίρα ή «Υποδειγματική ζωή» του προφήτη, που… …   Dictionary of Greek

  • θέτω — (Μ θέτω) 1. τοποθετώ 2. προτείνω, υποβάλλω («θέτω όρους») 3. βάζω κάποιον να ξαπλώσει, τόν βάζω στο κρεβάτι νεοελλ. 1. παραδέχομαι, θεωρώ («τό θέτω ως ζήτημα αρχής») 2. ιδρύω, καθιερώνω («θέτω βραβείο») 3. φρ. α) «θέτω σε ενέργεια» αρχίζω να… …   Dictionary of Greek

  • θεοσύνθετος — θεοσύνθετος, ον (Μ) ο συντεθειμένος από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + σύν θετος (< συν τίθημι), πρβλ. παρα σύν θετος, πολυ σύν θετος] …   Dictionary of Greek

  • θεόθετος — θεόθετος, ον (Μ) αυτός που τοποθετήθηκε από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + θετος (< τίθημι), πρβλ. έκ θετος, έν θετος] …   Dictionary of Greek

  • ομοιόθετος — η, ο 1. αυτός που έχει από ένα σημείο την ίδια απόσταση με ένα άλλο σώμα 2. φρ. «ομοιόθετα σχήματα» μαθ. όρος τής επιπεδομετρίας με τον οποίο δηλώνονται όμοια σχήματα τα οποία βρίσκονται με όμοιο τρόπο σε ένα επίπεδο, ως προς κάποιο σημείο τού… …   Dictionary of Greek

  • σημύδα — (βετούλη η λευκή). Δέντρο μέτριων διαστάσεων της οικογένειας των Βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Είδος ψυχρόβιο διαδομένο στην Ευρώπη και στην Ασία, ιδιαίτερα στις βόρειες και ορεινές ζώνες, όπου σχηματίζει δάση μαζί με την οξυά, το πεύκο και άλλα… …   Dictionary of Greek

  • Νικάνωρ — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Φίλος του Μεγάλου Αλεξάνδρου (4ος αι. π.Χ.). Όταν ο Αλέξανδρος εξαπέλυσε την εκστρατεία του στην Ασία, του ανέθεσε αρχικά τη διοίκηση της Αλεξάνδρειας και της περιοχής που ήταν πέρα από τον Ινδό… …   Dictionary of Greek

  • γονέων και τέκνων, σχέσεις — (Νομ.).Ο δεσμός μεταξύ γονέων και τέκνων, σύμφωνα με τον οποίο καθορίζονται πολυάριθμες έννομες σχέσεις, όπως η γονική μέριμνα, η κληρονομική διαδοχή, η επιλογή απόκτησης του επώνυμου κλπ. Ο δεσμός αυτός έχει ως έρεισμα τη γέννηση από γάμο, τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”