ἀπό-βολος

ἀπό-βολος

ἀπό-βολος, = ἀπό-βλητος, Hesych.; LXX.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • βόλος — βόλος, ο και σβόλος, ο και σβόλι, το 1. μικρή μάζα από χώμα ή από άλλη ύλη: Καθώς σκάβαμε, βγάζαμε μεγάλους βόλους από χώμα. 2. στον πληθ., βόλοι παιδικό παιχνίδι που παίζεται με γυάλινες ή πήλινες μπίλιες: Τα παιδιά παίζουν βόλους εδώ και αρκετή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βόλος — I Πόλη (82.439 κάτ.) της Θεσσαλίας, στον μυχό του Παγασητικού κόλπου, πρωτεύουσα του νομού Μαγνησίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Το πολεοδομικό συγκρότημα Β. είναι το έκτο της Ελλάδας σε πληθυσμό μετά τα πολεοδομικά συγκροτήματα της πρωτεύουσας …   Dictionary of Greek

  • Βασδέκη, Όλγα — (Βόλος 1973 –). Πρωταθλήτρια στίβου. Μεγάλωσε σε αθλητική οικογένεια, μια και ο μεγαλύτερος αδελφός της ήταν πρωταθλητής του μήκους όταν εκείνη ξεκινούσε την καριέρα της. Γρήγορα όμως φάνηκε το δικό της άστρο και αναδείχθηκε σε μια από τις… …   Dictionary of Greek

  • Διανέλλος, Λαυρέντης — (Βόλος 1911 – 1979). Ηθοποιός. Σπούδασε στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο το 1936 με τον Πλούτο και έπαιξε συνολικά σε περίπου 120 έργα όλων των ειδών. Το 1951 έκανε την πρώτη του σημαντική εμφάνιση στον… …   Dictionary of Greek

  • Βακαλόπουλος, Απόστολος — (Βόλος 1909 –). Ιστορικός και ομότιμος καθηγητής της ιστορίας της νεότερης Ελλάδας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ). Σπούδασε κλασική φιλολογία και παιδαγωγική στη φιλοσοφική σχολή του ΑΠΘ. Ειδικεύτηκε στη βυζαντινή και νέα… …   Dictionary of Greek

  • Γαλίτης, Γεώργιος — (Βόλος 1926 –). Θεολόγος και καθηγητής πανεπιστημίου. Σπούδασε στη θεολογική και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στα πανεπιστήμια Μάρμπουργκ, Βόνης και Μάιντς της Γερμανίας. Σταδιοδρόμησε στα πανεπιστήμια Αθηνών… …   Dictionary of Greek

  • Καρτάλης, Γεώργιος — (Βόλος 1908 – Αθήνα 1957). Πολιτικός. Καταγόταν από παλιά πολιτική οικογένεια του Βόλου. Ολοκλήρωσε τη στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση στη Γενεύη και αργότερα σπούδασε φυσικές επιστήμες στο πολυτεχνείο της Ζυρίχης, νομικά στο Μόναχο και στη Λειψία …   Dictionary of Greek

  • Κουβέλης, Φώτης — (Βόλος 1948 –). Δικηγόρος και πολιτικός. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Προδιδακτορικά ήταν ενταγμένος στη Νεολαία Λαμπράκη και από το 1975 συμμετείχε στην κεντρική επιτροπή του ΚΚΕ εσωτερικού. Την περίοδο 1987… …   Dictionary of Greek

  • Μαγνησίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.636 τ. χλμ., 206.995 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, που ωστόσο δεν συμπίπτει εντελώς με τα όρια της περιοχής της αρχαίας Μαγνησίας. Ο σημερινός ν.Μ. συνορεύει στα Β και στα Δ με τον νομό Λαρίσης, στα Ν με τον νομό… …   Dictionary of Greek

  • νεολιθική εποχή — Η περίοδος της προϊστορίας από το 7000 π.Χ. έως περίπου το 2000 π.Χ., κατά τη διάρκεια της οποίας ο άνθρωπος, περνώντας από το θηρευτικό στο γεωργικό στάδιο, θεμελίωσε αργά και μεθοδικά τον πολιτικό του βίο πάνω στη νέα παραγωγική οικονομία και… …   Dictionary of Greek

  • Лундемис, Менелаос — Менелаос Лундемис (греч. Μενέλαος Λουντέμης Агиа Кирьяки Восточная Фракия 1912 *  Афины 22 января 1977 года)  известный греческий писатель Содержание 1 Биография 2 …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”