- ἀπό-κλισις
ἀπό-κλισις, ἡ, 1) Neigung nach unten, Senkung, Plut. Pomp. 47. – 2) Abweichung, Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-κλισις, ἡ, 1) Neigung nach unten, Senkung, Plut. Pomp. 47. – 2) Abweichung, Plut.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλίση — I (Αστρον.). Κ. τροχιάς ενός πλανήτη είναι η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο της τροχιάς του με την τροχιά της Γης, δηλαδή την εκλειπτική. Από τους μεγάλους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο Πλούτων έχει τη μεγαλύτερη κ. (17° 18’48’) και ο… … Dictionary of Greek
κλισιοσκόπιο — Μικρό μεταλλικό όργανο, προσαρμοσμένο στον σωλήνα των πυροβόλων όπλων, που χρησιμεύει για τον ακριβή προσδιορισμό του στόχου. Τα κ. των τουφεκιών αποτελούνται συνήθως από έναν αριθμημένο πίνακα, από τον κινητό αναδρομέα, πάνω στον οποίο υπάρχει η … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
κλισίμετρο — Τοπογραφικό όργανο, με το οποίο μπορεί να μετρηθεί η γωνία κλίσης του εδάφους (γωνία μεταξύ της ευθείας που ενώνει τα σημεία στάσης και σκόπευσης και του οριζοντίου επιπέδου). Αποτελείται από ένα κυλινδρικό μεταλλικό κέλυφος, πάνω στο οποίο έχει… … Dictionary of Greek
κλισμός — κλισμός, ὁ (Α) 1. είδος αναπαυτικού καθίσματος, ανάκλιντρο («χρυσέοισιν ἐπὶ κλισμοῑσι καθῑζον», Ομ. Ιλ.) 2. κατηφοριά, κλίση εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. μός. Το σ από επίδραση τών κλίσις, κλισία] … Dictionary of Greek