- ἀπό-κλαυμα
ἀπό-κλαυμα, τό, das Beweinen, Klagelied, Arr. Epict. 2, 16, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-κλαυμα, τό, das Beweinen, Klagelied, Arr. Epict. 2, 16, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλάμα — (I) και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) [κλαίω] το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην τού φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων...… … Dictionary of Greek