- ἀπό-καυλος
ἀπό-καυλος, ohne Stiel od. Stengel, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-καυλος, ohne Stiel od. Stengel, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία … Dictionary of Greek
αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα … Dictionary of Greek
στέλεχος — Στη φυτολογία σ. είναι συνώνυμο του βλαστού, που χρησιμοποιείται περισσότερο στην περίπτωση των ποωδών φυτών. Λέγεται και καυλός. Πρόκειται για το όργανο στήριξης στα ανώτερα φυτά. Πάνω σ’ αυτόν βρίσκονται γενικά διάφορα όργανα και κυρίως τα… … Dictionary of Greek
καυλίας — καυλίας, ὁ (Α) [καυλός] (για χυμό) αυτός που παράγεται από τον καυλό τών φυτών («ὀπόν... ἔχει, τὸν μὲν ἀπὸ τοῡ καυλοῡ τὸν δὲ ἀπὸ τῆς ρίζης, διὸ καλούσι τὸν μὲν καυλίαν τὸν δὲ ῥιζίαν», Θεόφρ.) … Dictionary of Greek
καύλινος — καύλινος, ίνη, ο ν (Α) [καυλός] ο κατασκευασμένος από βλαστό (δόρασι... καυλίνοις τοῑς ἀπὸ τῶν ἀσπαράγγων» δόρατα από κοτσάνια σπαραγγιού, Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
γυμνόκαυλος — ο (για φυτά) αυτός που έχει γυμνό καυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός + καυλός «βλαστός». Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμίλιο Νοννότη] … Dictionary of Greek
περικαυλίδα — η, Ν τεχνητός λεπτός και ελαστικός θύλακας που χρησιμεύει για την προφύλαξη τού πέους από τα αφροδίσια νοσήματα κατά τη συνουσία, το προφυλακτικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + καυλός «ανδρικό μόριο» + ίδα] … Dictionary of Greek
τέρνακα — Α (κατά τον Ησύχ.) «τῆς κάκτου τοῡ φυτοῡ καυλός». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα αξ, ακος (πρβλ. δόναξ). Κατά μία άποψη η λ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. *τέρνον, ος (πρβλ. αρχ. ινδ. tŕnamm «άχυρο, χόρτο», γερμ. Dorn «αγκάθι»)] … Dictionary of Greek