ἀπό-καυμα

ἀπό-καυμα

ἀπό-καυμα, τό, das Verbrannte, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καύμα — και κάμα (ΑΜ καῡμα, ατος) [καίω] 1. υπερβολική ζέστη λόγω μεγάλης θερμότητας τού ηλίου, καύσωνας (α. «στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ. β. «κυνικά καύματα» γ. «πρὶν ἄν τὸ καῡμα παρέλθῃ», Πλάτ.) 2. έγκαυμα μσν. θυσία μσν. αρχ. μτφ …   Dictionary of Greek

  • κάμα — I Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που… …   Dictionary of Greek

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • σκιάζω — (I) ΝΑ [σκιά] 1. καλύπτω με σκιά («Ἄθως σκιάζει νῶτα Λημνίας βοός», Σοφ.) 2. (σχετικά με ζωγραφική) σχηματίζω σκιά με βαθείς χρωματισμούς νεοελλ. εμποδίζω με το σώμα μου τη δίοδο τών φωτεινών ακτίνων, δημιουργώ σκιά αρχ. 1. καλύπτω, κρύβω («τὸ… …   Dictionary of Greek

  • καυματίζω — (ΑΜ) [καύμα] παθ. καυματίζομαι υποφέρω από πυρετό αρχ. 1. κατακαίω, καταξεραίνω με κάψιμο 2. παθ. υποφέρω από τον καύσωνα …   Dictionary of Greek

  • παθερός — ή, ό [πάθος] 1. αυτός που προσβάλλεται εύκολα από αρρώστιες, ασθενικός, καχεκτικός, αρρωστιάρης 2. (σχετικά με φυτά) ευπρόσβλητος από το καύμα ή το ψύχος …   Dictionary of Greek

  • CALAMANCI — apud mediae Latinitatis Auctores, sunt pilea rotunda, sine acumine seu apice (quô bardocuculli insignes erant) ad instar haemisphaerii seu ovi divisi: cuiusmodi formâ fuisle pileum Sacerdotale Iudaeotum, tradit Isidorus, Pileum ex bysso rotundum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OVATIO — ignobilior species triumphi, cui initium An. 250. vel 251. a Romanis datum: tum, cum Consul Posthumius Tubertus, victis Sabinis, inter populi circumfusi applausus, myrteam capite corollam gestans, Urbem ingressus est. Vide Dionys. l. 5. Plin. l.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ηλιόκαυμα — το βλ. ηλιόκαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + καύμα (< καίω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικολ. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • καήλα — και καΐλα, η 1. το συναίσθημα από την καύση, καύμα, κάψιμο 2. υπερβολική ατμοσφαιρική θερμότητα, καύσωνας 3. φλόγωση, θέρμη, πυρετός 4. ισχυρό λυπηρό συναίσθημα, στενοχώρια 5. σφοδρή επιθυμία, λαχτάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκάη (αόρ. τού καίομαι) +… …   Dictionary of Greek

  • καυματούμαι — καυματοῡμαι, όομαι και καυματώνομαι (Μ) [καύμα] βασανίζομαι από τη ζέστη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”