- ἀπό-ξυσις
ἀπό-ξυσις, ἡ, das Abschaben, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-ξυσις, ἡ, das Abschaben, Geop.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… … Dictionary of Greek