- ἀπό-ξυρος
ἀπό-ξυρος, abgeschoren, πέτρα, d. i. schroff, καὶ ἀπρόςβατος Luc. Prom. 1; vgl. rhet. praec. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-ξυρος, abgeschoren, πέτρα, d. i. schroff, καὶ ἀπρόςβατος Luc. Prom. 1; vgl. rhet. praec. 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακόνη — η (Α ἀκόνη) εργαλείο που χρησιμοποιείται για να ακονιστούν μαχαίρια, ψαλίδια κ.ά. κοφτερά εργαλεία, δηλαδή για να ξαναγίνει η κόψη τους κοφτερή αρχ. μεταφορικές χρήσεις «δόξαν ἔχω ἀκόνας λιγυρᾱς ἐπὶ γλώσσᾳ», παρακινούμαι να λέω (Πίνδ. Ολ. 6, 82)… … Dictionary of Greek