- ἀπό-βρασμα
ἀπό-βρασμα, τό, Schaum, Auswurf, Nach VLL. Kleie, τὰ σκύβαλα τῶν πυρῶν od. τὰ πίτυρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-βρασμα, τό, Schaum, Auswurf, Nach VLL. Kleie, τὰ σκύβαλα τῶν πυρῶν od. τὰ πίτυρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καρδιοπονόβρασμα — καρδιοπονόβρασμα, τὸ (Μ) μεγάλη ψυχική αναστάτωση, στενοχώρια, θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδιό πονος + βρασμα (< βράζω), πρβλ. από βρασμα, νερό βρασμα] … Dictionary of Greek