- ἀπό-βρωμα
ἀπό-βρωμα, τό, das An-, Abgefressene, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-βρωμα, τό, das An-, Abgefressene, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
βρόμος — (I) ο (Α βρόμος) βρόμη, ονομασία αγρωστώδους που χρησιμεύει ως τροφή των ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, ίσως επειδή θεωρούνταν ότι το φυτό αυτό προστάτευε από τους κεραυνούς]. (II) ο (AM βρόμος, Α και βρῶμος) άσχημη μυρωδιά νεοελλ. 1. ακαθαρσία 2.… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
μακαρία — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Ηρακλή, η οποία μετά την φυγή των Ηρακλειδών στην Τετράπολη της Αττικής θυσιάστηκε με τη θέλησή της υπακούοντας σε κάποιον χρησμό, σύμφωνα με τον οποίο εξασφαλιζόταν έτσι η νίκη των Αθηναίων εναντίον του Ευρυσθέα.… … Dictionary of Greek
βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… … Dictionary of Greek
θεόβρωμα — (theοbrοma). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των στερκουλιιδών. Περιλαμβάνει δέντρα ιθαγενή των τροπικών περιοχών. Από το είδος θ. το κακάο παράγεται το γνωστό ρόφημα κακάο. Το θ. έχει φύλλα απλά, παχιά και με ισχυρή νεύρωση και άνθη… … Dictionary of Greek
φιλοτήσιος — ία, ον, ΜΑ, θηλ. και ος, και φιλητήσιος, ία, ον, και δωρ. τ. φιλοτάσιος, ον, Α 1. αυτός που γίνεται από φιλία, από αγάπη 2. αυτός που προκαλεί, που δημιουργεί φιλία 3. (κατ επέκτ.) ευάρεστος, προσφιλής («φιλοτήσιον βρῶμα συσκευάζομεν», Ευστ.) αρχ … Dictionary of Greek
πολυβρώματος — ον, Α αυτός που αποτελείται από πολλά βρώματα, από πολλά φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βρώματος (< βρῶμα < θ. βρω τού βιβρώσκω)] … Dictionary of Greek
Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… … Deutsch Wikipedia
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek
άβρωμα — (abroma).Δέντρο της Ασίας, συγγενικό με το κακάο και την κόλα. Ο φλοιός του χρησιμοποιείται για την κατασκευή σχοινιών και υφασμάτων. Το όνομά του προέρχεται από τη λέξη βρώμα (= τροφή). Τα δέντρα του είδους χαρακτηρίζονται επιστημονικά ως… … Dictionary of Greek