- ἀπό-παυσις
ἀπό-παυσις, ἡ, 1) das Aufhörenmachen, Hemmen. – 2) das Aufhören, Ende, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπό-παυσις, ἡ, 1) das Aufhörenmachen, Hemmen. – 2) das Aufhören, Ende, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
παυσανίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Μακεδονίας (390 389 π.Χ.). Ήταν γιος του Λυγκηστού Αέροπου και εκθρονίστηκε από τον Αμύντα Γ’. 2. Γλύπτης και χαλκοπλάστης από την Απολλωνία. Είχε κατασκευάσει ένα αναμνηστικό ανάθημα, που είχε αφιερωθεί… … Dictionary of Greek
παύση — και πάψη και πάψιμο / παῡσις, ἡ, ΝΑ [παύω] η κατάπαυση, η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα (α. «παύση εργασίας» β. «ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνος καὶ παῡσιν παύσεται», ΠΔ) νεοελλ. 1. η απόλυση από την υπηρεσία («τιμωρήθηκε με οριστική παύση») 2. συνεκδ.… … Dictionary of Greek
παυσίλυπος — η, ο / παυσίλυπος, ον, ΝΑ αυτός που καταπαύει, που απομακρύνει τη λύπη («παυσίλυπος ἄμπελος», Ευρ.) αρχ. 1. ως κύριο όν. τὸ Παυσίλυπον έπαυλη τού Πολλίωνος στη Νεάπολη τής Ιταλίας 2. φρ. α) «άντρον τού Παυσίλυπου» σήραγγα πάνω από την οποία… … Dictionary of Greek
παυσίμαχος — Ιστορικός και γεωγράφος από τη Σάμο. Έζησε σε άγνωστη εποχή. Έγραψε τις Κτίσεις, ιστορία και περιγραφή της Γης. * * * ον, Α επιγρ. αυτός που καταπαύει τη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος, < θ. παυσ(ι) τού παύω (πρβλ. παῦσις) + μαχος … Dictionary of Greek
παυσικάπη — ἡ, Α 1. στρογγυλός κλοιός σαν φίμωτρο, που εξείχε πάνω από το κεφάλι, τον οποίο φορούσαν στους δούλους για να εμποδίζονται να τρώνε αλεύρι ή ζυμάρι κατά το άλεσμα τού σιταριού ή κατά το ζύμωμα 2. όμοιο φίμωτρο τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου… … Dictionary of Greek
πόζα — η, Ν 1. προσεγμένη, προετοιμασμένη στάση που παίρνει κάποιος για να φωτογραφηθεί ή για να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο από καλλιτέχνη 2. προσποιητή σοβαρότητα, ακαταδεξιά 3. στάση τού σώματος κατά τη συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ.… … Dictionary of Greek