ἀπό-πατος

ἀπό-πατος

ἀπό-πατος, , bei Greg. Cor. p. 521 , 1) der Stuhlgang, bes. Menschenloth, Hippocr.; Luc. Tragodop. 165; χελιδόνος ἀφείσης ἐπ' αὐτὸν ἀπόπατον Plut. Symp. 8, 7, 2. – 2) der Abtritt, Ar. Ach. 81, wo der Schol. zu vgl.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… …   Dictionary of Greek

  • πάτος — ο 1. πυθμένας, βυθός: Τόσοι και τόσοι είναι πνιγμένοι κάτω στης θάλασσας τον πάτο (Γ. Σεφέρης). 2. το κάτω μέρος δοχείου, κιβωτίου: Ο πάτος της κάσας είναι σάπιος. 3. σόλα του παπουτσιού, εσωτερικό υπόστρωμα του παπουτσιού συνήθως από φελλό: Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατώ — και πατάω / πατῶ, έω και αιολ. τ. πάτημι, ΝΜΑ 1. έχω ή βάζω το πόδι μου πάνω σε κάτι, σε έναν τόπο ή σε ένα αντικείμενο (α. «πάτησα ένα καρφί» β. «χῶρος οὐχ ἁγνὸς πατεῑν», Σοφ.) 2. λεηλατώ, διαρπάζω, κυριεύω (α. «πατήσανε το κάστρο» β. «πόλιν...… …   Dictionary of Greek

  • μεσόπατος — μεσόπατος, ὁ και μεσόπατον, τὸ (Μ) μέρος τής οικίας ή δωμάτιο που βρίσκεται ανάμεσα σε πατώματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * πάτος (πρβλ. από πατος, περί πατος)] …   Dictionary of Greek

  • Πόρτο Αλέγκρε — (Porto Alegre). Πόλη της νότιας Βραζιλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης Πολιτείας Ρίο Γκράντε ντο Σουλ. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της Λαγκόα ντος Πάτος και στην αριστερή (ανατολική) όχθη του ποταμόκολπου του Ρίο Γκουαΐμπα και συνδέεται… …   Dictionary of Greek

  • πυθμένας — ο / πυθμήν, ένος, ΝΜΑ 1. το κατώτατο μέρος οποιουδήποτε κοίλου πράγματος (α. «πυθμένας ποτηριού» β. «δύο δ ὑπὸ πυθμένες ἦσαν», Ομ. Ιλ.) 2. βυθός θάλασσας, ποταμού ή λίμνης, πάτος («εἰς τὸν πυθμένα τοῡ πελάγους καταποντισθείς», Μηναί.) αρχ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • πατάρα — Αρχαία πόλη της Λυκίας στη Μικρά Ασία. Ήταν χτισμένη ανάμεσα στις εκβολές του ποταμού Ξάνθου και στον όρμο του Αντιφέλου. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Στράβωνα, ιδρύθηκε από τον Πάταρο, το γιο του Απόλλωνα και της Λυκίας, της κόρης του Ξάνθου. Όπως… …   Dictionary of Greek

  • Ρίο Γκράντε ντου Σουλ — (Rio Grande do Sul). Ομόσπονδη Πολιτεία της νότιας Βραζιλίας. Βρέχεται στα ΝΑ από τον Ατλαντικό ωκεανό, όπου σχηματίζει μια αμμώδη ακτή και λιμνοθάλασσα (Λαγκόα ντος Πάτος, Λαγκόα Μιρίν) και συνορεύει στα ΝΔ με την Ουρουγουάη, στα Δ και στα ΒΔ με …   Dictionary of Greek

  • πύνδαξ — ακος, ὁ, Α 1. πυθμένας αγγείου, ποτηριού ή άλλου δοχείου, πάτος 2. το κατώτατο κοίλο μέρος πλοίου 3. επικάλυμμα αμφορέα 4. λαβή ξίφους 5. φρ. «εἰσκρούω τὸν πύνδακα» (για οινοπώλη) χτυπώ προς τα μέσα τον πυθμένα μεταλλικού δοχείου για να ελαττώσω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”