ἀπό-παππος

ἀπό-παππος

ἀπό-παππος, , Urgroßvater.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πάππος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πολλοί τον ταυτίζουν με τον Χύτρωνα της Κύπρου, που χειροτόνησε τον Επιφάνιο. Η μνήμη του τιμάται στις 3 Ιουνίου. * * * ο, ΝΜΑ, πάπος, Α 1. ο πατέρας τού πατέρα ή τής μητέρας σε σχέση με τα τέκνα τους, ο… …   Dictionary of Greek

  • Πάππος ο Αλεξανδρεύς — (τέλος 3ου αι. μ.Χ.). Αρχαίος γεωμέτρης της λεγόμενης δεύτερης αλεξανδρινής σχολής, ο τελευταίος μεγάλος γεωμέτρης της αρχαίας Ελλάδας. Έχει σωθεί σχεδόν ολόκληρη η Συναγωγή του, σε 8 βιβλία, μια από τις πολυτιμότερες πηγές που υπάρχουν για τη… …   Dictionary of Greek

  • πάπια — Η π. είναι πτηνό που ονομάζεται και νήσσα. Αριθμεί 75 είδη, διαδεδομένα σχεδόν σε όλη την υδρόγειο. Πρόκειται για πουλιά με παχύ σώμα, κοντό λαιμό, πλατύ ράμφος και κοντά πόδια με ανεπτυγμένες τις μεμβράνες των δακτύλων τους, γεγονός στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ακάνθινος — η, ο και αγκάθινος, η, ο (Α ἀκάνθινος, ίνη, ον) [ἄκανθα] φτιαγμένος με αγκάθια «ακάνθινο στεφάνι», «πλέξαντες ἀκάνθινον στέφανον» αρχ. 1. κατασκευασμένος από την αιγυπτιακή «ἄκανθα» (είτε από το ξύλο τού δέντρου είτε από το εσωτερικό τού φλοιού)… …   Dictionary of Greek

  • φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… …   Dictionary of Greek

  • παππίας — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Π. και Ισαάκος. Πέρσες πρεσβύτεροι, που μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό. Η μνήμη τους τιμάται στις 20 Νοεμβρίου. 2. Π., Διόδωρος και Κλαυδιανός. Κατάγονταν από την Ατταλεία. Μαρτύρησαν με αποκεφαλισμό. Η… …   Dictionary of Greek

  • Ερατοσθένης ο Κυρηναίος — (Κυρήνη 276 π.Χ. – Αλεξάνδρεια 196; π.Χ.). Αστρονόμος, μαθηματικός, γεωγράφος, φιλόλογος, φιλόσοφος και ποιητής. Πνεύμα εξαιρετικά πολυμερές, μαθητής μεταξύ άλλων του Λυσανία του Κυρηναίου στην Ελλάδα, πήγε το 235 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια – όπου τον …   Dictionary of Greek

  • παπποπατρόθεν — Μ επίρρ. από τον παππού και από τον πατέρα, πατρογονικά, προγονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + πατήρ, πατρός + επιρρμ. κατάλ. θεν] …   Dictionary of Greek

  • παππώος — ῴα, ον, Α 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε παππού («παππῷον ὄνομα», Πλάτ.) 2. φρ. «ἔρανος παππῷος» συνεισφορά που ορίστηκε από τους πάππους, από τους προγόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάππος + κατάλ. ῷος (πρβλ. μητρ ώος)] …   Dictionary of Greek

  • τιμώ — (I) έω, Α (δωρ. τ.) βλ. τιμώ. (II) όω, Α τιμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < τῖμος*, ποιητ. τ. (πρβλ. ἀτιμῶ, όω)]. τιμῶ, άω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιμῶ, έω, Α [τιμή] 1. απονέμω τιμή σε κάποιον, εκδηλώνω σεβασμό και εκτίμηση (α. «τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • Μπεκερέλ, Ανρί — (Henri Becquerel, Παρίσι 1852 – Λε Κρουαζίκ 1908). Γάλλος φυσικός. Απόγονος οικογένειας μεγάλων φυσικών – ο πάππος του Αντουάν Σέζαρ Μ. (1788 1878) πραγματοποίησε σημαντικές μελέτες επί της ηλεκτρικής στήλης και ο πατέρας του Αλεξάντρ Eντμόντ Μ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”