ἀπό-πτολις

ἀπό-πτολις

ἀπό-πτολις, = ἀπόπολις, Soph. O. R. 1000 O. C. 208.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • Μαντίνεια — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας. Τα ίχνη της βρίσκονται σε απόσταση 13 χλμ. Β της Τρίπολης. Αποτέλεσε μία από τις ισχυρότερες και σημαντικότερες πόλεις της Αρκαδίας και, σε αντιστοιχία με την Τεγέα, έπαιξε σπουδαίο και αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη των …   Dictionary of Greek

  • πτελέα — Όνομα 7 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 425 μ.) του νομού Δράμας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (28 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και ένας άλλος μικρότερος οικισμός ο Καβαλάρης. 2. Oρεινός οικισμός (υψόμ. 520 μ.), στην πρώην επαρχία… …   Dictionary of Greek

  • φυγόπολις — και ποιητ. τ. φυγόπτολις, ι, Α αυτός που φεύγει από την πόλη του, από την πατρίδα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο (< θ. φυγ τού αορ. β ἔ φυγ ον τού ρ. φεύγω*) + πολις (< πόλις / πτόλις), πρβλ. μισό πολις, φιλό πολις] …   Dictionary of Greek

  • ετερόπτολις — ἑτερόπτολις, ὁ, ἡ (Α) αυτός που προέρχεται από άλλη πόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + πτόλις «πόλις»] …   Dictionary of Greek

  • πολύπολις — εως και ιων. τ. ιος και επικ. τ. πολύπτολις, ὁ, ἡ, Α 1. (για θεό) αυτός που έχει πολλές πόλεις, που είναι πολιούχος σε πολλές πόλεις 2. (για πόλη) αυτή που απαρτίζεται από πολλές συνοικίες, μεγαλούπολη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πόλις / πτόλις (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • φτέρνα — η / πτέρνα, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτέρνα Ν, και πτέρνη Α 1. το πίσω μέρος τού πέλματος τού ανθρώπινου ποδιού 2. το ευμέγεθες και ακραίο οστό τού ταρσού 3. συνεκδ. το πίσω μέρος υποδήματος, το τακούνι 4. (γενικά) η βάση διαφόρων πραγμάτων 5. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”