- ὀπωρο-φύλαξ
ὀπωρο-φύλαξ, ακος, ὁ, Obstwächter; Arist. probl. 25, 2; τῶν ἀμπελώνων, D. Sic. 4, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπωρο-φύλαξ, ακος, ὁ, Obstwächter; Arist. probl. 25, 2; τῶν ἀμπελώνων, D. Sic. 4, 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηλοφύλαξ — (I) μηλοφύλαξ και μαλοφύλαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φυλάει τα μήλα, δηλ. τα πρόβατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + φύλαξ (πρβλ. ωνο φύλαξ)]. (II) μηλοφύλαξ, ακος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που φυλάει τα μήλα, τους καρπούς τής μηλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek