- ὀπωρο-φόρος
ὀπωρο-φόρος, Obst tragend, γῆ, Ep. ad. 650 (VII, 321).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπωρο-φόρος, Obst tragend, γῆ, Ep. ad. 650 (VII, 321).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κριθοφόρος — ο (Α κριθοφόρος, ον) αυτός που παράγει κριθάρι («κριθοφόρος ἀρίστη ἡ Ἀττική», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + φόρος (< φέρω), πρβλ. μηλο φόρος, οπωρο φόρος] … Dictionary of Greek
κροτωνοφόρος — κροτωνοφόρος, ον (Α) (για γη) αυτή που παράγει τα φυτά τού γένους κρότωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροτών + συνδετικό φωνήεν ο + φόρος (< φέρω), πρβλ. κωνοφόρος, οπωρο φόρος] … Dictionary of Greek