ὀπωπητήρ

ὀπωπητήρ

ὀπωπητήρ, ῆρος, ὁ, = ὀπτήρ, H. h. Merc. 15.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • οπωπητήρ — ὀπωπητήρ, ῆρος, ὁ (Α) αυτός που περιφρουρεί, ο σκοπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπωπα* + επίθημα (η)τήρ (πρβλ. οδηγη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • ὀπωπητῆρα — ὀπωπητήρ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπώπια — ὀπώπια και, κατά δ. γρφ., ὀπωπητήρια, τὰ (Α) (ενν. ὀστέα) τα οστά που σχηματίζουν τις οφθαλμικές κόγχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπωπα*. Ο τ. ὀπωπητήρια με επίθημα τήριον (πρβλ. οπωπητήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”