ἀπφίδιον, τό, = ἀπφίον, τό, dasselbe.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἀπφίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απφίον — ἀπφίον κ. ἀπφίδιον, το (Μ) [άπφα] υποκορ. του απφά* … Dictionary of Greek