- ὀπυιόλαι
ὀπυιόλαι, οἱ, erkl. Hesych. γεγαμηκότες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπυιόλαι, οἱ, erkl. Hesych. γεγαμηκότες.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπυιόλαι — ὀπυιόλαι και ὀπυόλαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «γεγαμηκότες». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπυίω / ὀπύω «νυμφεύομαι» + επίθημα όλαι, πληθ. τού όλης (πρβλ. μαιν όλης] … Dictionary of Greek