ἀ-πυρεξία

ἀ-πυρεξία

ἀ-πυρεξία, , Fieberlosigkeit, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρεξία — η, Ν ιατρ. γενική ονομασία τών εμπύρετων καταστάσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrexia (< πυρέσσω)] …   Dictionary of Greek

  • υπερπυρεξία — η, Ν πολύ υψηλός, ενδεχομένως και παρατεταμένος, πυρετός, κατά τον οποίο η θερμοκρασία τού σώματος υπερβαίνει τους σαράντα βαθμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperpyrexia < ὑπερ * + πυρεξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”