- ὀπτίλος
ὀπτίλος, ὁ, nach Plut. Lycurg. 11 lakonisch für ὀφϑαλμός, das Auge; ὀπτίλων ἀρετὰ ὀξυδορκία, Metopus bei Stob. Floril. 1, 64. Vgl. die Erklärer zu Greg. Cor. p. 580.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὀπτίλος, ὁ, nach Plut. Lycurg. 11 lakonisch für ὀφϑαλμός, das Auge; ὀπτίλων ἀρετὰ ὀξυδορκία, Metopus bei Stob. Floril. 1, 64. Vgl. die Erklärer zu Greg. Cor. p. 580.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οπτίλος — ὀπτίλος δωρ. τ. και, δ. γρφ. ὀπτίλλος, ὁ (Α) ο οφθαλμός, το μάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. όπωπα] … Dictionary of Greek
ὀπτίλους — ὀπτίλος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτίλων — ὀπτίλος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀπτίλως — ὀπτίλος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οπτιλλέτις — Όπτιλλέτις και Όπτιλέτις και Ὀπτιλῑτις, ἡ (Α) προσωνυμία τής Αθηνάς στη Λακεδαίμονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτίλ(λ)ος «μάτι» + επίθημα έτις (πρβλ. οφειλ έτις). Ο τ. Ὀπτιλῖτις < ὀπτίλος + κατάλ. ῖτις (πρβλ. πολ ίτις)] … Dictionary of Greek
οπτιλίασις — ὀπτιλίασις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀφθαλμίασις». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπτίλος «μάτι» + κατάλ. ίασις, δηλωτική ασθενειών» (βλ. λ. ίαση)] … Dictionary of Greek
okʷ- , (*heĝʷh- ) — okʷ , (*heĝʷh ) English meaning: to see; eye Deutsche Übersetzung: ‘sehen” Note: besides ok , see there Note: Root okʷ : to see; eye derived from Root deik ̂ : to show” : Root dek ̂ 1 : “to take, *offer a sacrifice, observe a … Proto-Indo-European etymological dictionary