- μῦμαρ
μῦμαρ, τό, äol. statt μῶμαρ, μῶμος, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μῦμαρ, τό, äol. statt μῶμαρ, μῶμος, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μύμαρ — μῡμαρ, τὸ (Α) (αιολ. τ.) μῶμαρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μῶμος] … Dictionary of Greek
αμύμων — ἀμύνων ( ονος), ον (Α) 1. (αρχικά ως επίθ. επίσημων ή διάσημων προσώπων και ποτέ θεών, αργότερα ως απλό τιμητικό επίθ. χωρίς να υπονοείται ηθική υπεροχή, όπως τα αξιότιμος, εξοχώτατος κ.λπ.) άμεμπτος, άψογος, εξαίρετος, έξοχος 2. (για πράγματα ή… … Dictionary of Greek
Fairyfly — Fairyflies Temporal range: Early Cretaceous to present … Wikipedia
μυμαρίζω — (Α) [μύμαρ] (αιολ. τ.) μωμώμαι* … Dictionary of Greek
μώμαρ — μῶμαρ, τὸ (Α) (ποιητ. τ.) μῶμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για παρλλ. τ. τού μῶμος, πιθ. αρχαϊκό, ενώ κατ άλλη άποψη προήλθε με επίδραση τού μῦμαρ*] … Dictionary of Greek
μώμος — Θεός των αρχαίων Ελλήνων, προσωποποίηση της χλεύης. Λέγεται ότι πέθανε από τη λύπη του, επειδή όσο και αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει καμιά ατέλεια στην Αφροδίτη. Ο Μ. κρατούσε ραβδί που η πάνω άκρη του κατέληγε σε κεφάλι γυναίκας. * * * ο (Α… … Dictionary of Greek