μῦμα

μῦμα

μῦμα, τό, ein eigenthümlich bereitetes Gericht, Ath. XIV, 662 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύμα — μῡμα, ατος, τὸ (Α) 1. είδος εδέσματος από ψιλοκομμένο κρέας ανάμικτο με αίμα, τυρί, μέλι, ξίδι και αρωματικά φυτά 2. (κατά τον Ησύχ.) «θριδάκων τρῑμμα καὶ ὑπόχυμά τι». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. θυμίζει το μυττωτός] …   Dictionary of Greek

  • μῦμα — meat chopped up with blood neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυττωτός — και μυσωτός, ιων. τ. μυσσωτός, ὁ (Α) χυλώδες έδεσμα που παρασκευαζόταν κυρίως από σκόρδα, ελιές, τυρί, μέλι κ.ά., ανάμικτα και κοπανισμένα, είδος σκορδαλιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζει επίθημα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”